πρόγονος

πρόγονος
πρόγονος, ον (Hom. et al.) ‘born early’ or ‘before’ (Mel., HE 4, 26, 7) in our lit. only subst. in the pl. οἱ πρόγονοι (Pind.+; ins, pap, LXX; EpArist 19; Philo; Jos., Ant. 12, 150, C. Ap. 2, 157; Just.; Mel.; Ath. 30, 2, R. 16 p. 68, 9) parents, forebears, ancestors: ἀμοιβὰς ἀποδιδόναι τοῖς προγόνοις to requite their (living) forebears (i.e. parents/grandparents etc.) 1 Ti 5:4. ἀπὸ προγόνων from my ancestors = as my ancestors did (OGI 485, 3; 529, 1; IMagnMai 163, 2; 164, 3) 2 Ti 1:3.—B. 119. DELG s.v. γίγνομαι B p. 223. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προγονός — προγονός, ο θηλ. ή το παιδί του ενός των συζύγων από προηγούμενο γάμο σε σχέση με το νέο ή νέα σύζυγο, αλλ. προγόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόγονος — early born masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόγονος — ο / πρόγονος, ον, ΝΜΑ, μτγν. τ. ουσ. πρόγονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που προϋπήρξε, αυτός από τον οποίο κατάγεται κάποιος, προπάτωρ («πατρὸς σου πρόγονος πατήρ», Ευρ.) 2. συν. στον πληθ. οι πρόγονοι οι προπάτορες αρχ. 1. ως επίθ. α) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • προγονός — ο, θηλ. προγονή, Ν παιδί τού ενός από τους δύο συζύγους από προηγούμενο γάμο σε σχέση με τον νέο ή τη νέα σύζυγο, προγόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγονος με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • πρόγονος — ο 1. ο συγγενής που έζησε πριν από κάποιον. 2. αυτός από τον οποίο κατάγεται κανείς, ο προπάτορας: Οι πρόγονοί μου ήταν νησιώτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προγόνοιο — πρόγονος early born masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνοις — πρόγονος early born masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνοισιν — πρόγονος early born masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνου — πρόγονος early born masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνους — πρόγονος early born masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνων — πρόγονος early born masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”